Ουρογυναικολόγος Χειρουργός Πυελικού Εδάφους – Δρ. Δέρπαπας

Υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις στις γυναίκες – ένα πολύ συχνό ενοχλητικό πρόβλημα

Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος (ή ουρολοιμώξεις) είναι από τις πιο κοινές παθήσεις βακτηριακής αιτιολογίας που επηρεάζουν τις γυναίκες σε παγκόσμια κλίμακα. Ενώ για τις περισσότερες γυναίκες ένα επεισόδιο ουρολοίμωξης αποτελεί μεμονωμένο ή σπάνιο περιστατικό, οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις συνιστούν ένα πιο ανησυχητικό και επίμονο πρόβλημα. 

Για να θεωρηθεί μια ουρολοίμωξη υποτροπιάζουσα, θα πρέπει μια γυναίκα να βιώσει 3 επεισόδια μέσα σε ένα έτος ή 2 επεισόδια μέσα σε ένα εξάμηνο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η εμπειρία της αντιμετώπισης των επαναλαμβανόμενων ουρολοιμώξεων γίνεται ένα ατέρμονο μαρτύριο, το οποίο χαρακτηρίζεται από συχνές επισκέψεις στον γιατρό, μακροχρόνια λήψη αντιβιοτικών και συνεχή φόβο για την επόμενη έξαρση. Αυτή η κατάσταση όχι μόνο διαταράσσει την καθημερινότητα της γυναίκας, αλλά μπορεί επίσης να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές, εάν δεν αντιμετωπιστεί έγκυρα και έγκαιρα. 

Η σχετικά μεγάλη συχνότητα των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων παγκοσμίως (15% περίπου του πληθυσμού) καταδεικνύει την ανάγκη για μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση, καλύτερες στρατηγικές πρόληψης και πιο αποτελεσματικές θεραπείες.

Γιατί εμφανίζονται υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις στις γυναίκες;

Οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις στις γυναίκες εκδηλώνονται συνήθως εξαιτίας ενός συνδυασμού παραγόντων. Σε αυτούς συγκαταλέγονται:

  • Ανατομικοί παράγοντες: Οι γυναίκες είναι γενικά πιο ευάλωτες στις ουρολοιμώξεις συγκριτικά με τους άνδρες, καθώς η ουρήθρα των γυναικών είναι πιο μικρή σε μήκος και βρίσκεται κοντά στην είσοδο του κόλπου και του πρωκτού. Συνεπώς, καθίσταται πιο εύκολη η είσοδος διαφόρων μικροβίων στην ουροδόχο κύστη, τα οποία στη συνέχεια βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να πολλαπλασιαστούν. Όταν υπάρχουν ανατομικές διαταραχές (πχ πρόπτωση ουροδόχου κύστης, λιθίαση, εκκολπώματα ουρήθρας / κύστης κλπ) τότε αυξάνει η προδιάθεση σε ουρολοιμώξεις, που δύσκολα αντιμετωπίζονται επιτυχώς και υποτροπιάζουν.  
  • Σεξουαλική ζωή και υγιεινή: Η σεξουαλική δραστηριότητα είναι ένας γνωστός παράγοντας κινδύνου για τις απλές αλλά και τις υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, ειδικά όταν δεν τηρούνται σχολαστικά κάποιοι κανόνες. Ο πιο συχνός προδιαθεσικός παράγων που σχετίζεται με το σεξ είναι η χρήση προφυλακτικού με σπερμοκτόνο και τα ενδοκολπικά σπειράματα (σπιραλ). Ο κύριος μηχανισμός εδώ είναι η διαταραχή της φυσιολογικής χλωρίδας του κόλπου και άρα η διευκόλυνση του πολλαπλασιασμού των «κακών» βακτηρίων. Επιπρόσθετα, η απρόσεκτη μεταφορά μικροβίων από την περιοχή του πρωκτού προς τον κόλπο, αλλά και η καθυστέρηση στην ούρηση και το πλύσιμο της γεννητικής περιοχής, μετά την ολοκλήρωση της επαφής, μπορούν να οδηγήσουν σε αυξημένη ανάπτυξη βακτηρίων στην ουροδόχο κύστη, εντείνοντας τον κίνδυνο μόλυνσης.
  • Ορμονικοί παράγοντες: Οποιαδήποτε κατάσταση που προκαλεί αλλαγή της ισορροπίας των γεννητικών ορμονών (εγκυμοσύνη, θηλασμός, εμμηνόπαυση, ορμονική θεραπεία, έχει  ως αποτέλεσμα την αύξηση της συχνότητας των ουρολοιμώξεων και ενίοτε την ανάπτυξη διαφορετικών κάθε φορά μικροβίων που τις προκαλούν.
  • Υποκείμενες παθήσεις / χρήση καθετήρα κύστης: Γυναίκες που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη, νευρολογικές παθήσεις, κλπ ή φέρουν μόνιμο καθετήρα κύστης διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις.

Συμπτώματα ουρολοιμώξεων στις γυναίκες 

Τα συμπτώματα των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων είναι γενικά πανομοιότυπα με αυτά των οξέων λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, ωστόσο η επαναλαμβανόμενη φύση τους μπορεί να οδηγήσει σε πιο σοβαρή και παρατεταμένη ενόχληση (χρόνια φλεγμονή ή σύνδρομο χρόνιου πόνου). 

Στα πιο κοινά συμπτώματα συγκαταλέγονται:

  • Δυσουρία: Αίσθημα καύσου ή πόνος κατά την ούρηση, και ειδικότερα προς το τέλος αυτής.
  • Συχνουρία: Ανάγκη για συχνότερη ούρηση από το συνηθισμένο, ακόμη και αν αποβάλλονται μόνο μικρές ποσότητες ούρων.
  • Επιτακτική ανάγκη για ούρηση: Έντονη, ξαφνική επιθυμία για ούρηση που δεν μπορεί να αναβληθεί.
  • Αιματουρία: Εμφανής παρουσία αίματος στα ούρα ή στο χαρτί της τουαλέτας. Συχνά η ανίχνευση αίματος στα ούρα γίνεται μόνο κατά την βιοχημική ανάλυση δείγματος (γενική ούρων).
  • Πόνος ή βάρος στην υπερηβική περιοχή: Τυπικά εμφανίζεται χαμηλά στην κοιλιά και συχνά δεν υποχωρεί με την ούρηση.
  • Νυκτουρία: Ξύπνημα συχνά κατά τη διάρκεια της νύχτας για ούρηση.
  • Θολά ή δύσοσμα ούρα: Σημείο μεγάλου αριθμού πυοσφαιρίων στα ούρα

Σε επιπλεγμένες περιπτώσεις, οι γυναίκες με υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις μπορεί να παρουσιάσουν και συμπτώματα όπως πυρετό, ρίγη και πόνο στα πλάγια της μέσης, που μπορεί να υποδηλώνουν μια πιο σοβαρή λοίμωξη, όπως πυελονεφρίτιδα (λοίμωξη των νεφρών). Σε γυναίκες με τέτοια συμπτώματα, η έγκαιρη ιατρική φροντίδα είναι μεγάλης σημασίας, καθώς υποτροπές της πυελονεφρίτιδας μπορεί να οδηγήσουν σε βλάβη των νεφρών ή ακόμα και σήψη. 

Αντιθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι ενίοτε οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις δεν προκαλούν συμπτώματα (παρά μόνο ίσως ήπια ενόχληση) και είναι έτσι εύκολο να διαλάθουν της προσοχής της ασθενούς και του ιατρού και να οδηγήσουν σε χρόνια φλεγμονή της κύστης, καθιστώντας ακόμη δυσκολότερη τη θεραπεία τους. 

Επιλογές θεραπείας για τις υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις

Η διαχείριση των επαναλαμβανόμενων ουρολοιμώξεων είναι σύνθετη και απαιτεί την εφαρμογή ενός πρωτοκόλλου διαγνωστικών εξετάσεων και θεραπευτικών παρεμβάσεων από εξειδικευμένο ιατρό.

Καταρχάς, σε διαγνωστικό επίπεδο η κυστεο-ουρηθροσκόπηση είναι αναγκαία για την εξακρίβωση (ή τον αποκλεισμό) ανατομικών παραγόντων, ως πιθανής αιτίας των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων. Κατά δεύτερο λόγο, ο πλήρης ουροδυναμικός έλεγχος είναι απαραίτητος στις περιπτώσεις εκείνες όπου υπάρχει υποψία λειτουργικής διαταραχής της κύστης. 

Σε θεραπευτικό επίπεδο τώρα, η αντιμετώπιση ξεκινάει με την εφαρμογή απλών, αλλά σημαντικών αλλαγών στη διατροφή και την υγιεινή της γυναίκας, όπως:

  • Κατανάλωση άφθονου νερού (7-8 ποτήρια νερό ημερησίως), η οποία βοηθά στην ενυδάτωση και την ευχερή διούρηση και άρα την αποβολή των βακτηρίων από το ουροποιητικό σύστημα.
  • Αποφυγή κατανάλωσης ζάχαρης.
  • Αποφυγή χρήσης συνθετικών εσωρούχων και στενού ρουχισμού που διατηρούν την υγρασία στην περιοχή και ευνοούν την ανάπτυξη μικροβίων.
  • Ούρηση σε τακτικά διαστήματα (κάθε 2-3 ώρες), ανεξαρτήτως επιθυμίας, ώστε να μην μένει ποσότητα ούρων εντός της κύστης για μεγάλο χρονικό διάστημα. 
  • Αποφυγή χρήσης σαπουνιού και αφρόλουτρου για το πλύσιμο της ευαίσθητης περιοχής 
  • Επιμελές στέγνωμα της ευαίσθητης περιοχής μετά το πλύσιμο, πάντοτε από μπροστά προς τα πίσω. 
  • Απευθείας μετά τη σεξουαλική επαφή ούρηση και πλύσιμο με χλιαρό νερό, ώστε να αποφεύγεται η ανάπτυξη μικροβίων στον κόλπο και την ουρήθρα 

Ως θεραπεία πρώτης γραμμής για ένα οξύ επεισόδιο ουρολοίμωξης προτείνεται η λήψη αντιβιοτικού, πάντοτε με βάση το αντιβιόγραμμα. Στην περίπτωση των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων, συστήνεται ακολούθως η λήψη του κατάλληλου αντιβιοτικού, σε χαμηλή δόση ημερησίως, για μακρύ χρονικό διάστημα (από 3 -12 μήνες), ως στρατηγική προφύλαξης από νέα επεισόδια. Όταν από το ιστορικό συσχετίζονται τα επεισόδια ουρολοίμωξης με τη σεξουαλική επαφή, τότε η μέθοδος προφύλαξης μπορεί να τροποποιηθεί, ώστε η λήψη του αντιβιοτικού να γίνεται μόνο αμέσως μετά το σεξ. 

Οι ενδοκυστικές εγχύσεις υαλουρονικού οξέος, με ή χωρίς συνδυασμό αντιφλεγμονωδών ουσιών, κατέχουν επίσης σημαντική θέση στα θεραπευτικά πρωτόκολλα αντιμετώπισης των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων. Πρόκειται για εγχύσεις που γίνονται σε εβδομαδιαία βάση για 2-3 μήνες και ενισχύουν το φραγμό του ουροθηλίου της κύστης στα παθογόνα μικρόβια, αντιμετωπίζοντας την παρούσα φλεγμονή και μειώνοντας σημαντικά την πιθανότητα νέας ουρολοίμωξης.  

Ως επιπρόσθετα μέτρα περιορισμού των υποτροπών προτείνονται ο χυμός ή τα συμπληρώματα κράνμπερι, καθώς και ο πολυσακχαρίτης d-μαννόζη, που έχουν αποδειχθεί ότι μειώνουν τον κίνδυνο ουρολοιμώξεων, αποτρέποντας την πρόσφυση των βακτηρίων στο επιθήλιο του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος. Τα προβιοτικά μπορούν αντίστοιχα να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της φυσιολογικής χλωρίδας του κόλπου, μειώνοντας τον κίνδυνο αποικισμού από παθογόνα βακτήρια. 

Σε ότι αφορά τις υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις στις γυναίκες που βρίσκονται στην εμμηνόπαυση, η τοπική θεραπεία με οιστρογόνα ή ανάπλαση του κολπικού επθηλίου με τεχνικές laser, αποδεδειγμένα μειώνουν τις υποτροπές των ουρολοιμώξεων, αφού αφενός αποκαθιστούν την ισορροπία στη χλωρίδα του κόλπου και αφετέρου κάνουν τον κολπικό βλεννογόνο λιγότερο ευάλωτο σε τραυματισμούς και συνεπώς λοιμώξεις. 

Τα τελευταία χρόνια, η ενεργητική ανοσοποίηση (εμβολιασμός) έναντι των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων έχει εισαχθεί στις κατευθυντήριες οδηγίες σημαντικών διεθνών επιστημονικών εταιρειών. Υπάρχουν διαθέσιμα διάφορα σκευάσματα (δυστυχώς όχι ακόμη στη χώρα μας)  που λειτουργούν ως τροποποιητές της ανοσιακής απάντησης του οργανισμού και έτσι τον προετοιμάζουν, μέσω αύξησης των κατάλληλων αντισωμάτων, για να αντιμετωπίσει μια πιθανή εισβολή από μικρόβια που προκαλούν ουρολοίμωξη. 

Τέλος, η χειρουργική θεραπεία είναι ουσιώδης στην αντιμετώπιση των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων, στις περιπτώσεις όπου διαγιγνώσκεται ανατομική διαταραχή. Η χειρουργική πυελικού εδάφους προσφέρει εξειδικευμένη αντιμετώπιση τέτοιων διαταραχών, όπως για παράδειγμα η πρόπτωση των πυελικών οργάνων ή τα εκκολπώματα ουρήθρας και κύστης. 

Ο Ουρογυναικολόγος – Χειρουργός Πυελικού Εδάφους Δρ. Αλέξανδρος Δέρπαπας έχει μεγάλη εμπειρία στην αντιμετώπιση των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων και προσφέρει εξατομικευμένη φροντίδα, θέτοντας την κάθε ασθενή και τις ανάγκες της στο επίκεντρο της ολιστικής του προσέγγισης.